Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Σέρβου Αρκαδίας - Το χωριό χιονισμένο

on Leave a Comment

Εικόνες από τη φύση της Αρκαδίας

Κλικ στην ανωτέρω φωτογραφία για να συνδεθείτε

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Χωριό Σέρβου Αρκαδίας - Μερική άποψη Πανοραμική

Πηγή: http://servou.gr/
Από τη συλλογή του Βασίλη Μπόρα.
on Leave a Comment

Χωριό Σέρβου Αρκαδίας - Πανοραμική φωτογραφία

Πηγή: http://servou.gr/
Από τη συλλογή του Βασίλη Μπόρα.
on Leave a Comment

Δημοτικό τραγούδι - Κείμενο, κριτική ανάλυση

Κ. Π. Καβάφης
Κριτική Εισαγωγή

Ν. Γ. Πολίτου, Eκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού. Eν Aθήναις, Tυπογραφείον «Eστία», K. Mάισνερ και N. Kαργαδούρη, 1914

Η ΣΥΛΛΟΓΗ δημοτικών τραγουδιών την οποίαν μας δίδει ο κ. Πολίτης θα ευχαριστήσει πιστεύω τους ενδιαφερομένους εις την λαϊκή μας ποίησι --είναι με προσοχή μεγάλη καμωμένη, έχει σημειώσεις επεξηγηματικές του θέματος κάθε τραγουδιού, έχει άλλες σημειώσεις που εξηγούν τες ασυνήθεις λέξεις και τους ασυνήθεις τύπους, έχει έναν πολύ καλό πίνακα εις τον οποίον αναγράφονται με ακρίβειαν και σαφήνειαν οι πηγές, και η διαίρεσις του βιβλίου --εις δέκα τέσσαρα μέρη και δυο επίμετρα-- είναι πολύ επιτυχής.

Τα δέκα τέσσαρα μέρη είναι "Ιστορικά Τραγούδιά", "Κλέφτικα Τραγούδια", "Ακριτικά Τραγούδια", '"Παραλογαίς", "Τραγούδια της Αγάπης", "Νυφιάτικα Τραγούδια", "Ναναρίσματα", "Κάλανδα Βαΐτικα", "Τραγούδια της Ξενιτειάς", "Μοιρολόγια", "Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου καί του Χάρού", "Γνωμικά Τραγούδια", "Εργατικά και Βλάχικα", "Περιγελαστικά". Τα Επίμετρα είναι "Δημοτικά Τραγούδια των Μέσων Χρόνων", και "Τραγούδια εις Ελληνικάς Διαλέκτους".

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Ευρυτανία - Φωτογραφικά αποτυπώματα

on Leave a Comment

Σέρβου Αρκαδίας - Πετρόκτιστα σπίτια και εκκλησίες

Οικία στο κέντρο του χωριού (ιδιοκτησίας Τρουπή - Αλούπη)

Οικία αδελφών Παπαγεωργίου
on Leave a Comment

Τοπία Λεωνιδίου

Τοπία Λεωνιδίου





on Leave a Comment

Φωτογραφικά στιγμιότυπα με θέμα την Αμυγδαλιά

Πάντα στην ώρα της και κόντρα στο καιρό, η "τρελή" αμυγδαλιά...

Την τίμησαν οι ποιητές, την τίναξαν οι ερωτευμένοι, την ζωγράφισαν οι ζωγράφοι...



on Leave a Comment

Φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη φύση της Αρκαδίας

Ορεινές γαλάζιες εικόνες


Ηλιόλουστος Φλεβάρης στα ορεινά της Αρκαδίας!
Καταγάλανος καθάριος ουρανός, χιονισμένες κορφές και λευκά συννεφάκια!
Γαλαζοπράσινα βουνά και αστραφτερά νερά κάτω από τον λαμπερό ήλιο!
Όρος Μαίναλο
Όρος Μαίναλο

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου



Σημείωση: Διαβάζει ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης

Ποίημα: Κ. Βάρναλης

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,                 
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.                 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη                       
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός!                 

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,                 
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),                 

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:          
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.               

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου                
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.              

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".

Πηγή ηχητικού ντοκουμέντου: http://www.snhell.gr/


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Test - Πρόσκληση για τη Γενική Συνέλευση και κοπή πίτας


on Leave a Comment

Οι Μοιραίοι

Ποίημα: Κ. Βάρναλη

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
on Leave a Comment

Λαγκάδια Γορτυνίας Αρκαδίας - Slideshow 7 φωτογραφιών

Λαγκάδια Αρκαδίας Slideshow Κλικ στο εικονίδιο με τα δύο βέλη, που εμφανίζεται στο άνω και δεξιό άκρο της φωτογραφίας για μεγέθυνση και να μεταβείτε σε μοντέλο πλήρους οθόνης.
Σημείωση:
Φωτογραφίες από το Internet.
Η παρουσίαση αυτή γίνεται αποκλειστικά και μόνο για εκπαίδευση και ψυχαγωγία και για να δείξουμε κάποιες εικόνες από την ευρύτερη περιοχή του χωριού μας.


Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Χωριό Σέρβου Αρκαδίας - Εικονική περιήγηση , Video


on Leave a Comment

Σέρβου Αρκαδίας - Παλιές φωτογραφίες, Video

on Leave a Comment

1η γιορτή φασολάδας στο χωριό Σέρβου - Video

Η πρόσκληση για την εκδήλωση

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Συνοριακός σταθμός

Διήγημα: του Αντώνη Σαμαράκη

Από παιδί είχε μανία με τα τρένα. Μεγάλη μανία. Το έσκαγε από το σχολείο, με τα βιβλία παραμάσχαλα, και πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο σταθμό. Έμεναν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη.
Τρύπωνε σε μια γωνιά κι εκεί καθότανε ώρες ολόκληρες και κοίταζε. Όχι μόνο τα τρένα που ολοένα ερχόντουσαν και ολοένα φεύγανε, μα όλη η ατμόσφαιρα εκεί τον γοήτευε. Από το πολύ το σκασιαρχείο έμεινε στην ίδια τάξη.
Η μάνα του του τις έβρεχε ταχτικά, αυτός το βιολί του.
Το όνειρό του, από τότε, δεν ήτανε να γίνει, όπως θέλανε άλλα παιδιά, αξιωματικός ή μηχανικός, μα σταθμάρχης. Ονειρευότανε τον εαυτό του σταθμάρχη στον κεντρικό σταθμό της πρωτεύουσας, με τη σκούρα μπλε στολή, με τα σιρίτια στα μανίκια. Κι ένοιωθε μεγάλη συγκίνηση.
on Leave a Comment

Γύριζε - Ποίημα Κ. Παλαμά

Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

(Κ. Παλαμάς, «Η πολιτεία και η μοναξιά», 1912)

Διαχρονικό και επίκαιρο μετά από 100 χρόνια...
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται....

on Leave a Comment

Καθήκοντα

Ποίημα: της Μαρίας Παναγοπούλου


Μου δέσαν στο λαιμό θηλειά
τους τύπους,
και με πνίξανε.

...Έπειτα σε μια ωραία τελετή,
την προτομή μου στήσανε,
και κράτησαν ενός λεπτού σιωπή!

Μου κάνουν ταχτικά τιμές.
- τρισάγιο, στέφανα -
Και γενικά ποτέ δεν παραλείπουν τίποτα.

(Μεγάλη χάρη οι προτομές).

Θα ήταν ντροπή, κάποιος αν πει,
δεν κάνουν το καθήκον τους.

Γίνεται πάντα το "σωστό"
το "καθώς πρέπει"

Χρέος μου είναι, και καθήκον
να το πω...

(Από το βιβλίο Γεύση Χρόνου)


on Leave a Comment

Ο Καπιτάνιος

Διήγημα: του Στράτη Μυριβίλη

Δημήτρη Μυταρά, Εργαστήριο
Τον Καπιτάνιο μας τόνε φέρανε σπίτι σα μπατάρησε μεσοπέλαγα η τρεχαντήρα μας η Βαγγελίστρα. Χριστούγεννα παραμονή έγινε το κακό, μια μαύρη νύχτα, που ξοριάστηκε και βούλιαξε το καράβι ανάμεσα Μόλυβο και Κάβο-Μπαμπά. Χαθήκανε κι οι δυο ναύτες του πατέρα, κι ούτε βρέθηκαν ποτές τα λείψανά τους. Κι α γλίτωσε ατός του, το χρωστούσε στο καραβόσκυλο, τον Καπιτάνιο μας.
Σαν μούδιασε πια ο πατέρας χεροπόδαρα, και δεν είχε ανάκαρα να κολυμπήσει, τον άρπαξε ο Καπιτάνιος από το γιακά και κολυμπούσε απόκοντα. Κρατούσε το κεφάλι του έξω από το κύμα, ώσπου ξενερίσανε στην ακρογιαλιά της Ανατολής.
Από κείνη τη μέρα, που μας γύρισαν με την ψυχή στα δόντια, που μας γύρισαν με ξένο καράβι, ο πατέρας δε μεταπάτησε πια σε πλεούμενο, κι ο Καπιτάνιος απόμεινε και κείνος στεριανός στο σπίτι μας.
Ήταν ένας σκύλαρος ως εκεί πάνω, κανελής, γεροδεμένος, με μιας άσπρη βούλα στην πλάτη, σαν πλατανόφυλλο. Όλοι τον αγαπούσανε γιατ' ήτανε καλός, κι εμείς, τα παιδιά, του βγάζαμε την πίστη με τα τυραγνιστικά παιχνίδια. Ήμασταν τέσσερα, όλα αγόρια, και μόνο εγώ, ο μεγάλος, ήμουνα σε θέση να καταλαβαίνω το πιλάτεμα που του γινότανε. Ο Καπιτάνιος τα δεχόταν όλα σε άσωτη καλοσύνη.
on Leave a Comment

Ενα δέντρο μια φορά - Διήγημα

Διήγημα: του Ευγένιου Τριβιζά

Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
on Leave a Comment

Ενας γέρος - Ποίημα Κ. Καβάφης


Διαβάζει ο Μίμης Σουλιώτης

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

Σημείωση:
To ποίημα αυτό γράφτηκε από τον ποιητή όχι σε προχωρημένη ηλικία αλλά όταν ήταν νέος.
Στην στην ηλικία των 31 ετών.


Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

on Leave a Comment

Αράπηδες Gallery - Slideshow

Fullscreen

Αράπηδες Γορτυνίας, Αρκαδίας
Αφιέρωμα στους συμπατριώτες και φίλους που κατάγονται από τον οικισμό αυτόν
και εις μνήμη του Ηλία Χειμώνα, που είχε βγάλει αυτές τις φωτογραφίες.